-
1 μεθίημι
μεθ - ίημι, μεθίεις, μεθίει (-ιεῖς, ιεῖ), inf. μεθῖέμεν(αι), subj. μεθιῇσι (- ίῃσι), ipf. μεθίεις, μεθίει (-ίης, -ίη), 3 pl. μέθιεν, μεθίεσαν, fut. μεθήσω, aor. μεθέηκα, μεθῆκεν, subj. μεθείω, μεθείῃ, μεθήῃ, μεθῶμεν, inf. μεθέμεν, μεθεῖναι: let go after or among.— (1) trans., of letting a person go away, or go free, Od. 15.212, Il. 10.449; letting a thing go ( ἐς ποταμόν), Od. 5.460; give up, give over, Il. 3.414, Il. 14.364, and w. inf., Il. 17.418; metaph., in the above senses, μεθέμεν χόλον, ‘dismiss,’ Il. 15.138 ; εἴ με μεθείη ῥῖγος, Od. 5.471. — (2) intrans., relax effort, be remiss, abs., Il. 6.523, Od. 4.372; w. gen., desist from, neglect, cease, Od. 21.377, Il. 11.841; w. part. or inf., Od. 24.48, Il. 13.234.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > μεθίημι
См. также в других словарях:
μέθεσις — μέθεσις, εως, ἡ (Α) ύφεση, χαλάρωση, χαύνωση [«καὶ μεθέσεως ψυχῆς αἰτία γίγνεται (ενν. ἡ μέθη)]», Φίλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Μέθ εσις < μεθ ίημι] … Dictionary of Greek
μεθετικός — μεθετικός, ή, όν (Α) 1. αυτός που παραμελεί, που εγκαταλείπει κάτι 2. αυτός που έχει κλίση στη μέθεσιν*, στην ύφεση, στη χαλάρωση 3. αυτός που ενδίδει, που υποχωρεί εύκολα. επίρρ... μεθετικώς (Α) με μεθετικό ή υποχωρητικό τρόπο, αμελώς, με… … Dictionary of Greek
μεθήμων — μεθήμων, ον (Α) (για πρόσωπα) αμελής, νωθρός, αμέριμνος, αδιάφορος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεθήμων < μεθ ίημι (πρβλ. συν ήμων)] … Dictionary of Greek